- ολκαίος
- ὁλκαῑος, -αία, -ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [ολκή]1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται2. (για φίδι) αυτός που έρπει3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.)4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός («λεύσσω πάλαι δὴ σπεῑραν ὁλκαίων κακῶν», Λυκόφρ.)5. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁλκαία, -αίηη ουρά τού λιονταριού, επειδή σύρεται6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλκαῑονα) μεγάλη λεκάνη μέσα στην οποία έπλεναν τα ποτήρια, αλλ. ολκείονβ) η πρύμνη τού πλοίου.
Dictionary of Greek. 2013.